ανετυμολόγητος

ανετυμολόγητος
-η, -ο
(γλωσσ.), αυτός που δεν ετυμολογήθηκε, δε βρέθηκε η αρχική του προέλευση: Αρκετές λέξεις, παλιές και νέες, είναι ανετυμολόγητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανετυμολόγητος — η, ο (Α ἀνετυμολόγητος, ον) (για λέξεις) αυτός που δεν μπορεί να ετυμολογηθεί …   Dictionary of Greek

  • ἀνετυμολογήτῳ — ἀνετυμολόγητος of unknown derivation masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”